περιαγνιζω

περιαγνιζω
    περιαγνίζω
    περι-αγνίζω
    очищать кругом, обмывать Plut., Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "περιαγνιζω" в других словарях:

  • περιαγνίζω — Α καθαρίζω κάτι ολόγυρα για εξαγνισμό («τὰ ἱερὰ καθαρῷ περιαγνίσαντες ὕδατι», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀγνίζω «καθαρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • περιαγνίζουσιν — περιαγνίζω purify all round pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περιαγνίζω purify all round pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) περϊαγνίζουσιν , περιαγνίζω purify all round pres part act masc/neut dat pl (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαγνιζόμενοι — περιαγνίζω purify all round pres part mp masc nom/voc pl περϊαγνιζόμενοι , περιαγνίζω purify all round pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαγνίζονται — περιαγνίζω purify all round pres ind mp 3rd pl περϊαγνίζονται , περιαγνίζω purify all round pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαγνίζοντες — περιαγνίζω purify all round pres part act masc nom/voc pl περϊαγνίζοντες , περιαγνίζω purify all round pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαγνίσαντες — περιαγνίζω purify all round aor part act masc nom/voc pl περϊαγνίσαντες , περιαγνίζω purify all round aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγνίζω — ἁγνίζω (Α) 1. κάνω κάτι αγνό, καθαρό, εξαγνίζω, αποκαθαίρω 2. θυσιάζω 3. «ἁγνίζειν τὸν θανόντα» καίω τον νεκρό και τόν κάνω καθαρό και ευπρόσδεκτο στους χθόνιους θεούς 4. κατακαίω, καταστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνός. ΠΑΡ. αρχ. ἅγνισμα, ἁγνισμός,… …   Dictionary of Greek

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

  • περιαγνίστρια — ἡ, Α γυναίκα που καθαρίζει για εξαγνισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιαγνίζω + επίθημα τρια (πρβλ. φροντίσ τρια)] …   Dictionary of Greek

  • περιηγνισμένοις — περϊηγνισμένοις , περιαγνίζω purify all round perf part mp masc/neut dat pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιηγνίζοντο — περϊηγνίζοντο , περιαγνίζω purify all round imperf ind mp 3rd pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»